- ναυκληρομάχιμος
- ναυκληρο-μάχῐμος [μᾰ], ὁ,A sailor in the fleet of the Ptolemies, PTeb.5.46 (ii B. C.), UPZ110.22 (ii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ναυκληρομάχιμος — ναυκληρομάχιμος, ὁ (Α) μάχιμος ναύτης στον στόλο τών Πτολεμαίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναύκληρος + μάχιμος] … Dictionary of Greek